Αποτελεί κοινό τόπο ότι το κρίσιμο ζήτημα του ενεστώτος χρόνου είναι η προστασία της δημόσιας υγείας και ο σεβασμός της ανθρώπινης ζωής. Με την ελπίδα ότι η μέχρι τώρα επιτυχημένη αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού στη χώρα μας θα συνεχισθεί, δεν είναι καθόλου πρόωρο ούτε συνάμα παράλογο ο δημόσιος πολιτικός διάλογος να στραφεί και στο μείζον διακύβευμα της επόμενης μέρας.
«Κάλλιον το προλαμβάνειν ή το θεραπεύειν» είναι μια αρχή που υπηρέτησα με συνέπεια κατά τη διάρκεια όλων των υπουργικών μου θητειών, αλλά και γενικότερα στην πολιτική μου διαδρομή.
Το ζήτημα, λοιπόν, της επόμενης ημέρας σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία είναι το πρώτο που αναφέρομαι, μετά προφανώς τη δημόσια υγεία, σε όλες μου τις αγορεύσεις στην Ολομέλεια του Κοινοβουλίου. Ήμουν παρών και ενεργός σε όλες τις συνεδριάσεις της Ολομέλειας σε αυτή την απρόσμενη περίοδο της πανδημίας, όπου το Κοινοβούλιο συνεδριάζει υπό καθεστώς έκτακτης λειτουργικής ανάγκης. Άλλη μια σοβαρή εμπειρία. Μάλιστα στην αρχή η πανδημία ήταν ζεύγος προβλημάτων με την ασύμμετρη απειλή στον Έβρο. Είναι σαφές, ότι η επανεκκίνηση της οικονομίας θα είναι όχι μόνο δύσκολη, αλλά και απρόβλεπτη ως προς τις παραμέτρους της. Και η αφωνία της κυβέρνησης για την επόμενη μέρα προβληματίζει πολύ.
Θεωρώ πως μετά τις ημέρες του Πάσχα οι καθ΄ ύλην αρμόδιοι Υπουργοί οφείλουν να καταστήσουν σαφές στην ελληνική κοινωνία έναν συγκεκριμένο, περιεκτικό και συγχρόνως αποτελεσματικό οδικό χάρτη για την επάνοδο στην ομαλότητα, κυρίως όμως για την αποτροπή της περιδίνησης της χώρας σε μία οικονομικο-κοινωνική κρίση που δυνητικά μπορεί να αποδειχθεί εξίσου ή και περισσότερο επώδυνη από εκείνη που προσφάτως βιώσαμε. Και εδώ χρειάζεται μεγάλη προσοχή γιατί η κατάσταση είναι σοβαρή και κινδυνώδης. Η κυβέρνηση οφείλει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, να υπερβεί πολιτικές και κοινωνικές προκαταλήψεις.
Τα δύσκολα είναι μπροστά μας. Αλλά αυτή τη φορά η Ελλάδα στις δυσκολίες αυτές δεν θα είναι μόνη της. Και τούτο γιατί το πρόβλημα της επανεκκίνησης είναι κυριολεκτικά πλανητικό. Από τις μέχρι τώρα συσκέψεις και διαβουλεύσεις των ευρωπαϊκών οργάνων και των αξιωματούχων της Ε.Ε. δεν διαφαίνεται η διάθεση μιας ενιαίας αντιμετώπισης αυτής της απότομης κρίσης. Η γερμανική πλειοψηφία θέλει να περάσει και πάλι τους όρους της, που σημαίνει να οδηγείται η Ένωση και πάλι πίσω από τα γεγονότα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να δώσουμε τη μάχη για ευρωπαϊκή αλληλεγγύη μέχρι τέλους. Θα την ανεβούμε και πάλι την ανηφόρα. Αλλά όπως έλεγα το 2009, προτιμώ την ανηφόρα από τον γκρεμό. Κι όποιος έχει αντίρρηση ας απευθυνθεί στον Μπόρις Τζόνσον.